Προτάσεις για την αντιμετώπιση του τουρκικού υπερεξοπλισμού

Ποιος ο “δρόμος” που μπορεί να ακολουθήσει η χώρα μας σε θάλασσα και αέρα και σε συμμαχία με τις ΗΠΑ.
Του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα*, πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Επίκαιρα”, 17 Νοεμβρίου 2017.
Στο προηγούμενο άρθρο στα “Επίκαιρα” αναφερθήκαμε στα οφέλη που θα προέκυπταν για την Ελλάδα αν στο παρελθόν είχε αποκτήσει το ναυτικό σύστημα Aegis, στο πλαίσιο της λειτουργίας της ως οργανικού στοιχείου της αμερικανικής γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής. Ωστόσο, η ευκαιρία αυτή ενδέχεται να προκύψει εκ νέου στο μέλλον. Όπως υποστηρίχθηκε στο προηγούμενο τεύχος, αν η Ελλάδα όντως επιδιώκει να ενισχύσει δραστικά τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, μπορεί να το επιτύχει συνδεόμενη με το κυρίαρχο ναυτικό στοιχείο της αμερικανικής γεωπολιτικής ταυτότητας και η σύνδεση αυτή μπορεί να προκύψει με την επιλογή του Aegis από το Πολεμικό Ναυτικό. Βέβαια, όλα αυτά με την παραδοχή οτι η στρατηγική ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων είναι πράγματι η βέλτιστη επιλογή για την Ελλάδα. Κάτι το οποίο δεν ειναι καθόλου σίγουρο. Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο τεύχος, ούτε η Ελλάδα οφείλει να λειτουργεί ως γεωπολιτικό εξάρτημα των Ηνωμένων Πολιτειών ούτε είναι βέβαιη μια καθολική ρήξη Άγκυρας – Ουάσιγκτον, η οποία θα καθιστούσε την Ελλάδα το ανατολικό σύνορο του NATO και χώρα πρώτης γραμμής για τις ΗΠΑ. Για την ακρίβεια, κάτι τέτοιο ειναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί και η αμερικανική πολιτική μάλλον θα επιμείνει στην επένδυση της στην ισλαμοποιημένη Τουρκία του Ερντογάν για μια σειρά απο λόγους που ξεφεύγουν από το στενό πλαίσιο αυτού του κειμένου. Ωστόσο αν πράγματι ισχύει, έστω και εν σπέρματι, η προοπτική της ουσιαστικής αναβάθμισης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και χρειαζόμαστε κάποιο εξοπλιστικό πρόγραμμα ως καταλύτη για να προχωρήσει η διαδικασία αυτή, ας το κάνουμε τουλάχιστον με στοιχειωδώς ορθολογικά κριτήρια.
©KBM / Iskander-E
©KBM / Iskander-E
Ανάγκη δικτυοκεντρικών δομών μάχης
Όπως ο γράφων έχει υποστηρίξει σε προηγούμενα αρθρα του στα “Επίκαιρα”, η επιλογή του “αόρατου” μαχητικού αεροσκάφους F-35 Lightning II για την Ελλάδα θα ήταν μια εξέλιξη που ενδεχομένως θα υπονόμευε αντί να ενισχύσει την ελληνική άμυνα. Το F-35 ειναι ένα εξαιρετικά δαπανηρό οπλικό σύστημα που έχει υπερπροβληθεί χάρη στην (υποτιθέμενη) “αορατότητα” του, με κίνδυνο να θεωρηθεί ότι, αν το αποκτήσουμε, δεν θα χρειαζόμαστε τίποτε άλλο, αφού, παρεμπιπτόντως, δεν θα έχουμε και χρήματα για οτιδήποτε άλλο. Η προοπτική αυτή διαφάνηκε στην κριτική που ασκήθηκε για τον εκσυγχρονισμό των F-16, η οποία θα μπορουσε να εστιάσει στο επιχείρημα ότι με τα χρήματα που θα δαπανηθούν για τον σκοπό αυτό θα μπορούσαν να αγοραστούν περί τα 20 F-35, αν και το νούμερο ειναι εξαιρετικά αισιόδοξο. Με άλλα λόγια, εμμέσως πλην σαφώς, υποστηρίχθηκε να αφήσουμε την υπάρχουσα αεροπορική μας δύναμη να απαξιωθεί, με αποτέλεσμα σε μερικά χρόνια πρακτικά να μη υφίσταται, για να αποκτήσουμε 20 “υπερμαχητικά”. Δηλαδή, να καταργήσουμε ουσιαστικά την Αεροπορία μας χάρη μιας μικροσκοπικής αεροπορικής δύναμης, που θα αποτελειται όμως από “αόρατα” F-35. Ακόμη και αν το F-35 ήταν όντως το μαγικό τεχνούργημα που υποστηρίζουν οι λατρευτές του εν Ελλάδι, η λογική αυτή ειναι πάλι σαθρή. Δεν μπορείς να χτίζεις την πυραμίδα της στρατιωτικής σου ισχύος απο την κορυφή αφήνοντας τη βάση της να καταρρεύσει. Τόσο απλά.
Ωστόσο, το γεγονός παραμένει οτι το F-35 έχει πλέον φετιχοποιηθεί στην ελληνική κοινή γνώμη και η μελλοντική απόκτηση του μάλλον ήδη έχει δρομολογηθεί, κάτι που φαίνεται οτι είναι και η επιλογή σχεδόν ολόκληρου του πολιτικού συστήματος, στο πλαίσιο της κυρίαρχης πλέον φαντασίωσης περί μίας “σωτήριας” μελλοντικής ελληνοαμερικανικής στενής σχέσης. Ακόμη όμως και αν το F-35 εισάγει όντως κάποιες ικανότητες στο ελληνικό στράτευμα, θα φέρει μαζί του και νέες αχίλλειες πτέρνες, ενω, πέρα απο το υψηλό κόστος αγοράς, το κόστος συντήρησης ενδέχεται να ειναι εξωπραγματικά μεγάλο, οπότε η απόκτηση και η διατήρηση σε υπηρεσία μεγάλου αριθμού μαχητικών (δηλαδή περισσότερων των 20) θα ειναι μάλλον εκτός πραγματικότητας, ακόμη και αν με κάποιο μαγικό τρόπο καλυτερεύσουν σημαντικά τα δημόσια οικονομικά. Εκτός πια και αν καταργήσουμε όλο μας το στράτευμα για να εξοικονομήσουμε τα απαιτούμενα χρήματα για την αγορά και την συντήρηση των F-35…
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το F-35 δεν σχεδιάστηκε για να λειτουργεί στα μελλοντικά πεδία των μαχών ως «μοναχικός πρωταθλητής». Αντιθέτως, επιδιώκεται να λειτουργεί ως οργανικό απάρτιο ενός ενιαίου «συστήματος συστημάτων» (system of systems) και όχι να πάρει πάνω του όλο το βάρος μιας πολεμικής αναμέτρησης, όπως φαίνεται ότι πιστεύουν οι πιστοί του εν Ελλάδι. Άρα, αν πράγματι θέλουμε να αξιοποιήσουμε τον μικροσκοπικό αριθμό των F-35, που ενδεχομένως παραγγείλουμε στο μέλλον -και κατά την άποψη του γράφοντος δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 15 αεροσκάφη-, ο μόνος τρόπος είναι να τα εντάξουμε σε μια δικτυοκεντρική (network centric) δομή μαζί με άλλα συστήματα. Αυτή η δομή θα λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής ισχύος, αυξάνοντας εκθετικά τις δυνατότητες μιας μικρής δύναμης. Δηλαδή, να κάνουμε ό,τι κάνουν οι ίδιοι οι Αμερικανοί για το F-35 σε επιχειρησιακά περιβάλλοντα σαν αυτό που αναμένεται να λειτουργήσει στο ελληνοτουρκικό σύστημα, δηλαδή πρωτίστως στο Αιγαίο.
©U.S. Marine Corps photo by Cpl. N.W. Huertas/Flickr
©U.S. Marine Corps photo by Cpl. N.W. Huertas/Flickr
Συνεργαζόμενα συστήματα
Για το Αμερικανικό Ναυτικό λοιπόν, το F-35 είναι ένα εξαρτώμενο σύστημα μάχης από τα πολεμικά πλοία με Aegis, των οποίων αποτελεί ουσιαστικά έναν ευέλικτο απομακρυσμένο αισθητήρα και η δουλειά του δεν είναι τόσο να πολεμά όσο να μεταδίδει δεδομένα στοχοποίησης γι’ αυτά, αφήνοντάς τα εν συνεχεία να προσβάλουν τους εχθρικούς στόχους με πυραύλους πολύ μεγάλου βεληνεκούς. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια το Ναυτικό των ΗΠΑ έχει αναπτύξει ένα νέο πυραυλικό σύστημα που είναι σε θέση να αξιοποιεί πλήρως τις δυνατότητες αυτών των δικτυοκεντρικών λειτουργιών. Το σύστημα αυτό είναι ο πύραυλος SM-6, ο οποίος συνεργάζεται με το σύστημα Aegis και μπορεί να προσβάλει στόχους σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, που αγγίζουν τα 500 χλμ., αξιοποιώντας ακριβώς δεδομένα από απομακρυσμένους αισθητήρες, όντας σε θέση να προσβάλει τόσο αεροσκάφη όσο και πλοία επιφανείας και πιθανώς στο μέλλον και χερσαίους στόχους.
Πριν από περίπου ένα έτος μάλιστα ανακοινώθηκε ότι το Ναυτικό των ΗΠΑ διασύνδεσε το F-35B με την τελευταία έκδοση του Aegis, εντάσσοντάς το στην ενιαία αρχιτεκτονική μάχης NIFC-CA (Fire Control-Counter Air). H NIFC-CA έχει σχεδιαστεί για να ενοποιεί πολεμικά πλοία και αερομεταφερόμενους αισθητήρες σε μια αδιαίρετη οργανική δομή, ώστε να μπορεί να ελέγχει εκτεταμένες περιοχές. Στο Ναυτικό των ΗΠΑ, η NIFC-CA διαθέτει τέσσερα κομβικά συστήματα, το Aegis, τους πυραύλους SM-6, το σύστημα πληροφορικής ενοποίησης και συνδιαχείρισης δεδομένων και όπλων CEC (Cooperative Engagement Capability) και το ιπτάμενο ραντάρ E-2D Hawkeye. To F-35 χρησιμοποιείται απλώς ως απομακρυσμένος αισθητήρας, εναλλακτικά των ιπτάμενων ραντάρ, ώστε να εντοπίζει στόχους πέρα από την εμβέλεια των ραντάρ των πλοίων για να μπορούν να τους προσβάλουν με τους πυραύλους SM-6 σε πολύ μεγάλες αποστάσεις. Στους στόχους αυτούς περιλαμβάνονται και χαμηλά ιπτάμενοι πύραυλοι cruise που βρίσκονται σε αποστάσεις πολλών εκατοντάδων χλμ. από το πλοίο απ’ όπου εκτοξεύονται οι SM-6. Μια σχετική δοκιμή διεξήχθη στις 12 Σεπτεμβρίου του 2016, όταν ένα F-35B, χρησιμοποιώντας το σύστημα ζεύξης δεδομένων MADL (Multi – Function Advanced Data Link), μετέδωσε δεδομένα στοχοποίησης σε ένα σύστημα Aegis της προηγμένης έκδοσης Baseline 9.C1, το οποίο εξαπέλυσε έναν πύραυλο SM-6 και προσέβαλε τον στόχο που ήταν ένα μη επανδρωμένο αερόχημα MQM-107.
Κατά την άποψη του γράφοντος, λοιπόν, το βέλτιστο αμερικανικό οπλικό σύστημα, από επιχειρησιακής άποψης, για την Ελλάδα δεν είναι το F-35, αλλά το σύστημα ναυτικής αεράμυνας Aegis, σε συνδυασμό με τη δικτυοκεντρική του υποδομή, όπως είναι το λογισμικό «κοινοκτημοσύνης» αισθητήρων και όπλων CEC, και με πυραυλικά συστήματα ικανά να προσβάλουν στόχους και στους τρεις χώρους (domains) μάχης (στεριά, αέρα, θάλασσα), σε τέτοιες αποστάσεις που θα καλύπτουν όλο το εύρος και βάθος του ελληνοτουρκικού θεάτρου επιχειρήσεων. Τα F-35 μόνον επικουρικά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν, αν η απόκτησή τους καταστεί αναπόφευκτη, όχι γιατί είναι πράγματι απαραίτητη και επωφελής, αλλά για λόγους τεχνολογικού φετιχισμού.
Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης
Σε κάθε περίπτωση, από μόνο του το σύστημα Aegis θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην αντιμετώπιση των δύο οπλικών συστημάτων που ενδέχεται να ενταχθούν στο τουρκικό οπλοστάσιο την ερχόμενη δεκαετία και μονοπωλούν αυτή τη στιγμή τη συζήτηση περί της τουρκικής απειλής στην Ελλάδα. Των μαχητικών F-35 και του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400.
Για τα πρώτα, καταρχάς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο κατεξοχήν αρμόδιος για να διαθέτει τις τεχνολογίες και τις μεθοδολογίες για να εντοπίζει τα «αόρατα» στα ραντάρ F-35 είναι μάλλον ο ίδιος τους ο δημιουργός, δηλαδή η Lockheed Martin, που κατασκευάζει και το Aegis. Πολλώ δε μάλλον που οι νεότερες εκδόσεις του συστήματος ενισχύουν διαρκώς τις ικανότητές τους να εντοπίζουν αεροσκάφη stealth, σαν τα κινεζικά J-20, μια και τα τελευταία θεωρούνται ως μια από τις σημαντικότερες απειλές που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το Ναυτικό των ΗΠΑ στο κοντινό μέλλον.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το Aegis δεν επιδιώκει να εντοπίζει τα αεροσκάφη stealth μόνο με τη βελτίωση του ραντάρ και του λογισμικού ανάλυσης δεδομένων, αλλά και με τη δικτυοκεντρική του φιλοσοφία, η οποία του επιτρέπει να λαμβάνει και να συνθέτει δεδομένα από πλήθος αισθητήρων διαφορετικού τύπου. Στην περίπτωση δε της Ελλάδας, πλοία με Aegis θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως σταθμοί σύντηξης δεδομένων από περιφερειακούς αισθητήρες, επίγειους και εναέριους, κατανεμημένους στην αρχιπελαγική δομή του Αιγαίου.
Βολή τορπίλης MU-90
Βολή τορπίλης MU-90
Επιπροσθέτως, η είσοδος του S-400 στην τουρκική αεράμυνα, ακόμη κι αν αυτό διαθέτει μόνο τους πυραύλους 48Ν6 με βεληνεκές 250 χλμ. και όχι τους 40Ν6 με βεληνεκές 400 χλμ., θα μετατρέψει όλο σχεδόν τον χώρο του Αιγαίου σε μια πολύ επικίνδυνη περιοχή για τα ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη. Άρα θα απαιτηθεί ένα εναλλακτικό ή έστω συμπληρωματικό σύστημα προβολής ισχύος στον αέρα πέραν των αεροσκαφών. Δηλαδή, ένα πλέγμα αεράμυνας εκτεταμένων περιοχών. Επίγεια αντιαεροπορικά συστήματα δεν μπορούν να καλύψουν πλήρως τον χώρο του Αιγαίου. Το μόνο σύστημα του δυτικού οπλοστασίου που θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά σε αυτόν τον ρόλο θα ήταν ένα δίκτυο πλοίων με Aegis, εφοδιασμένων με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς όπως είναι ο SM-2 και κυρίως ο SM-6, που θα μπορούν να προσβάλουν ιπτάμενους στόχους πέραν του ορίζοντος, από αποστάσεις εκατοντάδων χλμ., αξιοποιώντας δεδομένα στοχοποίησης από απομακρυσμένους αισθητήρες. Υπό μία έννοια, λοιπόν, το Aegis θα μπορούσε να αποτελέσει ένα είδος ασύμμετρου αντιδότου των S-400.
To βαλλιστικό οπλοστάσιο της Άγκυρας
Όμως δεν είναι μόνο τα τουρκικά F-35 και οι S-400 που θα πρέπει να μας απασχολούν. Εξαιρετικά επικίνδυνο είναι και το τουρκικό βαλλιστικό οπλοστάσιο. Κατά την άποψη του γράφοντος είναι θέμα χρόνου να εισαχθούν στο Αιγαίο όπλα και μεθοδολογίες αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2/AD), όπως κατευθυνόμενοι βαλλιστικοί πύραυλοι εναντίον πλοίων (ASBM). To ενδεχόμενο αυτό έχει ενισχυθεί περαιτέρω πριν από περίπου έναν χρόνο, μετά την ανακοίνωση από τον αμερικανικό στρατό της αντίληψης (concept) του «πολυχωρικού» και «διαχωριστικού» πολέμου (multi domain και cross domain warfair αντίστοιχα), η οποία προβλέπει την ανάπτυξη εξειδικευμένων χερσαίων συστημάτων για την προσβολή κινούμενων στόχων, όπως είναι ένα έκδοχο ASBM του πυραύλου ATACMS, ικανό να προσβάλει κινούμενα πλοία σε βεληνεκές 300 χλμ.
Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα στη δεκαετία του 2020 το Αιγαίο να καταστεί ένας απαγορευτικός χώρος δράσης για τις φρεγάτες γενικής χρήσης, σαν αυτές που διαθέτει σήμερα το Ελληνικό Ναυτικό, η ηλικία των περισσότερων εκ των οποίων, παρεμπιπτόντως, προσεγγίζει την τριακονταετία. Δηλαδή, πλησιάζουν πλέον τα όρια ζωής τους. Άρα μια ναυτική δύναμη στο μέλλον, που θα θέλει να επιβιώσει στον χώρο του Αιγαίου, θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς ικανότητες άμυνας εναντίον αεροσκαφών stealth, κατευθυνόμενων αντιπλοϊκών βαλλιστικών πυραύλων cruise υψηλής ταχύτητας, καθώς και τη δυνατότητα να ασκεί προβολή ισχύος από αποστάσεις ασφαλείας.
Κατά την άποψη του γράφοντος, ο ελληνικό στόλος επιφανείας της επόμενης δεκαετίας θα πρέπει αποτελείται από έναν μικρό αριθμό προηγμένων φρεγατών αεράμυνας περιοχής (ας πούμε τεσσερις ή πέντε) σε συνδυασμό από έναν μεγαλύτερο αριθμό μικρών σκαφών, με χαρακτηριστικά stealth, και την ικανότητα να επιχειρούν αποτελεσματικά στα δύσκολα νερά του Αιγαίου στα πρότυπα των νορβηγικών Skjold, στα οποία θα μπορούσαν να σχεδιαστούν και να κατασκευαστούν εγχωρίως. Τα πλοία αυτά πρέπει να ειναι δικτυοκεντρικά ενοποιημένα έτσι ώστε να μην διαμορφώνουν ένα άθροισμα, αλλά ένα γινόμενο ισχύος, διαμορφώνοντας ένα ενιαίο πλέγμα προσβολής ισχύος με μεγάλες ανοχές σε πλήγματα.
rp_Aegis-DDG-109.jpg
Το Aegis στη νέα Ανατολική Μεσόγειο
Αυτά σε πολύ γενικές γραμμές όσον αφορά στο θέμα των επιχειρησιακών ικανοτήτων και των αντιδότων σχετικά με τα μελλοντικά τουρκικά F-35, τους S-400 και τα εξειδικευμένα αντιπλοϊκά πλέγματα αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής. Εκτός όμως από αυτά, η λογική της απόκτησης αμερικανικών οπλικών συστημάτων υποτίθεται ότι έχει και γεωπολιτική δυναμική.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο είναι που η επιλογή του Aegis για την Ελλάδα προσφέρει τις περισσότερες ευκαιρίες. Όπως είχαμε υποστηρίξει και στο προηγούμενο άρθρο των «Επικαίρων», ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να ενισχύσει μια χώρα τη θέση της στην αμερικανική γεωστρατηγική είναι να «κουμπώσει» στη ναυτική ισχύ των ΗΠΑ, δεδομένου ότι η γεωπολιτική ταυτότητα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι αυτή της κατεξοχήν ναυτικής δύναμης του πλανήτη. Και σπονδυλική στήλη της ναυτικής ισχύος των ΗΠΑ είναι το Aegis. Συμμαχικές χώρες των ΗΠΑ που διαθέτουν το Aegis θεωρούνται αυτομάτως χώρες πρώτης γραμμής για την αμερικανική στρατηγική. Και αν κάτι τέτοιο ίσχυε στο παρελθόν, ισχύει πολύ περισσότερο σήμερα. Και αυτό γιατί οι ΗΠΑ έχουν να αντιμετωπίσουν την πρόκληση του Ναυτικού της Κίνας, το οποίο μέχρι το 2025 αναμένεται να έχει καταστεί το μεγαλύτερο στον πλανήτη, αφήνοντας το Αμερικανικό Ναυτικό στη δεύτερη θέση. Αυτό σημαίνει ότι πολύ μεγάλο μέρος της αμερικανικής ναυτικής ισχύος, αναγκαστικά, θα απορροφηθεί από τις απαιτήσεις στον Ειρηνικό, αφήνοντας κενά σε άλλα σημεία του πλανήτη, όπου θα χρειαστεί η συνδρομή πολύτιμων συμμάχων. Ένας τέτοιος χώρος είναι και η Ανατολική Μεσόγειος, ιδιαίτερα δε αν προχωρήσει η ενεργειακή της ενοποίηση, ώστε να αποτελέσει μια περιφερειακή δεξαμενή υδρογονανθράκων, που θα περιορίσει την εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Όμως η ενεργειακή αυτή ενοποίηση θα «πατήσει» πάνω σε μια υποδομή ισχύος και αυτή την υποδομή θα την προσφέρει πρωτίστως μια αεροναυτική δύναμη ανοιχτής θάλασσας. Μια δικτυακά ενοποιημένη δύναμη, λοιπόν, πολεμικών πλοίων με ικανότητες «διαχωρικής» προβολής ισχύος σε μεγάλες αποστάσεις θα ήταν άκρως πολύτιμη για την υλοποίηση αυτού του σκοπού.
Επιπροσθέτως, τα επόμενα χρόνια αναμένεται η δραστική ενίσχυση των πυραυλικών οπλοστασίων (τόσο των βαλλιστικών πυραύλων όσο και των πυραύλων cruise) επικίνδυνων για τη Δύση κρατικών αλλά και υποκρατικών δρώντων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπως είναι η Χεζμπολλάχ και η Χαμάς. Αρα η ύπαρξη εξειδικευμένων πλοίων αεράμυνας περιοχής θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη για την προστασία, για παράδειγμα, υπεράκτιων εξεδρών άντλησης πετρελαίου ή φυσικού αερίου αυτής της ενοποιημένης δυτικής ενεργειακής δομής.
Rafael Advanced Defense Systems | Πύραυλος Spike SR της Rafael προσβάλλει ένα στατικό άρμα μάχης M-60 κατά τη διάρκεια επίδειξης με πραγματικά πυρά στους δυνητικούς πελάτες που πραγματοποιήθηκε στο νότιο Ισραήλ τον Δεκέμβριο του 2016.
Rafael Advanced Defense Systems | Πύραυλος Spike SR της Rafael προσβάλλει ένα στατικό άρμα μάχης M-60 κατά τη διάρκεια επίδειξης με πραγματικά πυρά στους δυνητικούς πελάτες που πραγματοποιήθηκε στο νότιο Ισραήλ τον Δεκέμβριο του 2016.
Κεφαλαιοποίηση από τώρα
Εν κατακλείδι, αν πράγματι θέλουμε να επενδύσουμε σε μια στενή στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ, ας το κάνουμε τουλάχιστον με σωστό τρόπο και όχι με τη συνήθη λογική της Ψωροκώσταινας. Το πόσο σοφή βέβαια θα ήταν μια παρόμοια επένδυση είναι άκρως αμφίβολο και κατά την άποψη του γράφοντος θα αποδειχθεί μια ακόμη φενάκη. Αλλά αυτή τη στιγμή, η προοπτική αυτή έχει σχεδόν μονοπωλήσει τις επιλογές των πολιτικών ελίτ αλλά και της επιστημονικής διεθνολογικής κοινότητας στην Ελλάδα, έχοντας καταστεί σχεδόν μονόδρομος.
Σε όλα τα παραπάνω βέβαια μπορεί να προκύψει η ρεαλιστική αντίρρηση ότι, πολύ απλά, η απόκτηση πολεμικών πλοίων με Aegis ή οποιουδήποτε άλλου συστήματος από την Ελλάδα είναι απλώς εκτός οικονομικής πραγματικότητας αυτή τη στιγμή. Και πράγματι, μάλλον έτσι είναι. Από την άλλη, δεν έχει φθάσει το «τέλος της ιστορίας» για τους ελληνικούς εξοπλισμούς και αργά ή γρήγορα θα αγοράσουμε οπλικά συστήματα. Ενδέχεται μάλιστα ότι για τα F-35 πολύ γρήγορα θα βρούμε χρήματα…
Ωστόσο, το ενδιαφέρον της γεωπολιτικής αξιοποίησης των αγορών πολεμικού υλικού, όταν γίνονται σωστά, είναι ότι μπορείς να αρχίσεις να τις κεφαλαιοποιείς ξεκινώντας από το στάδιο της συζήτησης. Άλλωστε, η αμερικανική γεωστρατηγική σχεδιάζεται με ορίζοντα δεκαετιών. Άρα, αν πράγματι η συμμετοχή στο Aegis αποτελεί κλειδί για την είσοδο της Ελλάδας στον σκληρό πυρήνα των κρίσιμων συμμάχων των ΗΠΑ, τότε από μόνη της η εκδήλωση πρόθεσης αρκεί για να ενισχύσει δραστικά τον ρόλο της χώρας μας στην αμερικανική στρατηγική.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και διδάσκει «Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή» στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σχόλια